Η απόφαση του δικαστηρίου ακυρώνεται με ανώτερο βαθμό (έφεση, αναίρεση, εποπτεία). Ένας συμμετέχων στη διαδικασία έχει το δικαίωμα να ξεκινήσει επανεξέταση της απόφασης που λαμβάνεται στην υπόθεση, υποβάλλοντας καταγγελία. Εάν διαφωνείτε με την απόφαση του δικαστηρίου, θα πρέπει να την ασκήσετε έφεση πριν τεθεί σε νομική ισχύ. Διαφορετικά, υπόκειται σε υποχρεωτική εκτέλεση.
Οδηγίες
Βήμα 1
Λάβετε ένα αντίγραφο της αιτιολογημένης απόφασής σας.
Βήμα 2
Γράψτε την ένσταση ή την καταγγελία σας σε ανώτερο δικαστήριο. Αναφέρετε τις λεπτομέρειες της απόφασης για έφεση, από ποιον ελήφθη, αναφέρετε τους λόγους παρανομίας. Οι λόγοι ακύρωσης θα είναι παραβίαση ουσιαστικού ή διαδικαστικού δικαίου, ελλιπής έρευνα ή εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης. Μια άνευ όρων βάση για την ακύρωση της απόφασης είναι η έλλειψη ειδοποίησης του διαδίκου σχετικά με την ώρα και τον τόπο εξέτασης της υπόθεσης.
Βήμα 3
Καταβάλλετε τον κρατικό δασμό στο ποσό του 50% του δασμού για αξίωση μη ιδιοκτησίας.
Βήμα 4
Επισυνάψτε αντίγραφα στο παράπονο σύμφωνα με τον αριθμό των συμμετεχόντων στη διαδικασία.
Βήμα 5
Στείλτε το άτομο που έλαβε την απόφαση στο δικαστήριο. Αυτό είναι απαραίτητο για την αποστολή της καταγγελίας μαζί με το αρχείο της υπόθεσης.
Βήμα 6
Η καταγγελία θα προγραμματιστεί για εξέταση, η ημερομηνία της συνάντησης θα κοινοποιηθεί επιπλέον.
Βήμα 7
Σε περίπτωση ικανοποίησης της καταγγελίας, η απόφαση του πρωτοδικείου ακυρώνεται ή τροποποιείται εν μέρει. Η απόφαση της υπόθεσης αναιρέσεως τίθεται σε ισχύ αμέσως.